-
1 краска
το χρώμα, η βαφήакварельная - η υδατοβαφή, τα υδατοχρώματαη ακουαρέλα (ξεν.)антикоррозийная - αντισκωρια-κό/αντισκουριακό -, αντιδιαβρωτικό -дорожная маркировочная - για σηματοδότηση των δρόμων/οδώνмалярная - για άσπρι-σμα/ασβέστωσηмасляная - το ελαιόχρωμα, το λαδόχρωμαматовая - ματ (ξεν.)необрастающая мор. - αντι(ρ)ρυπαντικό -противокоррозийная - αντισκωριακό/αντισκουριακό -, αντιδιαβρωτικό -судовая - πλοίων, ναυπηγικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > краска
-
2 накипь
1. (пена) о αφρός 2. (осадок) η καθαλάτωσηкотельная - ο λεβητόλιθος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > накипь
-
3 накипь
-и θ.1. αφρός βράζοντος υγρού•снимать накипь ξαφρίζω.
|| κατακάθια στα τοιχώματα του δοχείου•отчистить котл от -и καθαρίζω το λέβητα από τα κατακάθια.
2. μτφ. αναβρασμός.